- φραγελλόω
- бичевать.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φραγελλωθέντα — φραγελλόω flagellare aor part pass neut nom/voc/acc pl φραγελλόω flagellare aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλωθῆναι — φραγελλόω flagellare aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλωθῇ — φραγελλόω flagellare aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλωθῇς — φραγελλόω flagellare aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλωθέντες — φραγελλόω flagellare aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλῶσαι — φραγελλόω flagellare aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγελλώθητι — φραγελλόω flagellare aor imperat pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφραγελλοῦτε — φραγελλόω flagellare imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφραγελλώθη — φραγελλόω flagellare aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφραγελλώθησαν — φραγελλόω flagellare aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφραγέλλωσαν — φραγελλόω flagellare aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)